|
Το ελληνικό πορνό δεν είναι μόνο η καζούρα που γινόταν στα σινεμά της Ομόνοιας για τον περιβόητο Κώστα Γκουζγκούνη, αλλά είναι κι ένας ολόκληρος κόσμος που άλλοτε έμεινε στην ανωνυμία κι άλλοτε πέρασε τα όρια της δημοσιότητας χωρίς ποτέ να προκαλέσει κατακραυγή αντίθετα, μια αίσθηση συμπάθειας για το cult της υπόθεσης.
Πώς καταφέρνουν οι σταρ του πορνό να μετατρέπονται σε μυθικά πρόσωπα; Πώς γίνεται η Τίνα Σπάθη να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα δημοσιογραφικά απωθημένα των τελευταίων δεκαετιών; Όλοι την ψάχνουν για μια συνέντευξη, κάποιοι την έχουν εντοπίσει στην Πελοπόννησο, η ίδια μιλάει μόνο με τη σιωπή της. Είναι τόλμημα, θα πει κανείς, να φτάνει ένα πρόσωπο σε μια χώρα σαν την Ελλάδα στην ακρότητα. Στο hardcore των πραγμάτων.
Γνωστοί Έλληνες σκηνοθέτες που κάποτε καθοδηγούσαν τον Νίκο Ξανθόπουλο στα μελοδράματα των 90s (σας βοηθούν τα αρχικά Α.Τ.;) πρωτοστάτησαν στο είδος, ενώ ευμεγέθεις πρωταγωνιστές όπως ο Τέλης Σταλόνε (κατά κόσμον, Τέλης Μαυρογόνατος) ξεκίνησαν από στάντμαν σε ελληνικές ταινίες για το εξωτερικό, για να συντροφεύσουν στη συνέχεια άγνωστες Ελληνίδες με τα χαρακτηριστικά ονόματα Τζοάννα, Κατερίνα Σπάθη, Μόνικα, αλλά και ξένες που έβγαζαν τα προς το ζην στην Ελλάδα, παίρνοντας ένα χαρτζιλίκι για γυρίσματα στις ακτές του Σαρωνικού.
Το ελληνικό πορνό μετά την πρώτη φάση του soft, με τον Όμηρο Ευστρατιάδη και τις τολμηρές ταινίες με την ’ννα Φόνσου («Το κορίτσι και το άλογο») και τον Χρήστο Νομικό («Διαμάντια στο γυμνό κορμί σου») άνθησε στη δεκαετία του 60 με μέγα δημιουργό τον επονομαζόμενο «Berto» (ψευδώνυμο ενός ανθρώπου που έβρισκε τις πρωταγωνίστριές του στα πέριξ της Ομόνοιας). Το είδος στη συνέχεια έκανε καριέρα στις βιτρίνες του εξωτερικού ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα για το φιλοθεάμον κοινό. Η αιτία του σουξέ ήταν η ποικιλία των εικόνων: σκηνές σε νησιά, σε θάλασσες, σε βουνά, σε χιόνι και σε βίλες ανά την Ελλάδα συγκινούσαν κάποτε όλη την Ευρώπη. Φυσικά, έπαιξε τον ρόλο της και η ποικιλία της δράσης, με Έλληνες και Eλληνίδες, Γερμανίδες, Βραζιλιάνους, ή Ελληνίδες τρανς που έκαναν και ταινίες στο εξωτερικό.
Οι Έλληνες θεατές που νοίκιαζαν παλαιότερα κατά κόρον ελληνικές πορνοταινίες από τα βιντεοκλάμπ είχαν και ένα παραπάνω άλλοθι για την προτίμησή τους: το γνωστό χυδαίο χιούμορ που πλημμύριζε ηχητικά τις σκηνές, συνήθως με ντουμπλάρισμα γυναικείων και αντρικών φωνών και ατάκες που έχουν μείνει στην ιστορία στις αντροπαρέες.
Το χυδαίον του πράγματος έφερε και το τέλος του είδους. Δεν υπήρξε συνέχεια στη δεκαετία του 70, παρά μόνο κάτι αποτυχημένες απόπειρες Κυπρίων παραγωγών ή το comeback ενός Λάκη Λάλου (ψευδώνυμο του Λάκη Λαδόπουλου), που γύρισε δύο βιντεοταινίες σε πολυτελές ξενοδοχείο, φέρνοντας από τη Γαλλία τον πορνοστάρ Κριστόφ.
Η γοητεία της περίπτωσης της Τίνας Σπάθη που στη δεκαετία του 80 έθελξε τους θαμώνες των τότε αιθουσών, συμμετέχοντας σε παντός είδους τολμηρές ταινίες και περιπτώσεις όπως η Μάγδα Μακρή, η νυν τραγουδίστρια Μαρία Κώνστα ή το «φλας» της Μαρίας Ιωαννίδου στην ταινία «Σεξομανία» δεν επαναλήφθηκαν. Το ελληνικό πορνό έσβησε, παίρνοντας μαζί του ιστορίες για πρόσωπα που έφυγαν μαζί με μια εποχή.
Και η μόνη συζήτηση που προέκυπτε κατά καιρούς ήταν για το περιβόητο ερώτημα αν οι γνωστές πρωταγωνίστριες (Φόνσου, Λάσκαρη κ.λπ.) είχαν γυρίσει ποτέ hard σκηνές κάτι που χρειάστηκε να διευκρινιστεί ενίοτε και δικαστικώς, αποδεικνύοντας ότι η παραφιλολογία για το θέμα δεν είχε βάση. Απλώς, κάποιοι με τη μέθοδο του μοντάζ είχαν κάνει το θαύμα τους, γεμίζοντας τις αίθουσες των λιμανιών ανά τον κόσμο και τροφοδοτώντας τις φαντασιώσεις των Ελλήνων ναυτικών, που όλοι έχουν μια ιστορία να διηγηθούν για το θέμα.
Οι μόνες ιστορίες που φαίνεται να έχουν βάση είναι αυτές που μιλάνε για πορνοταινίες που δεν βλέπουν ποτέ το φως της ελληνικής αγοράς, με πρωταγωνίστριες κάποια μοντέλα ταινίες που διοχετεύονται σε αγορές εκτός Ευρώπης. Είναι το τίμημα της ανωνυμίας που θέλουν να κρατήσουν μέσα σ’ ένα κύκλωμα «αντικοινωνικό», ενοχλητικό και βρόμικο. Και το αποτυχημένο ριμέικ παραγωγών που κάποτε είχαν και κάτι τις το χαριτωμένον.
|
|