“Ξεπέτα”: Ακόμη και τα «καλά» κορίτσια το κάνουν
Η πολύ επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά «Sex & the City» περιγράφει, με κάποια κριτική διάθεση αλλά και πολύ χιούμορ, τις ατελείωτες ερωτικές περιπέτειες τεσσάρων φιλενάδων που ζουν στη Νέα Υόρκη. Τέσσερις ανύπαντρες γυναίκες που η συμπεριφορά τους επιχειρεί να συνοψίσει και κυρίως να προβάλει τηλεοπτικά μια ωραιοποιημένη και μάλλον κρυπτοπορνογραφική εκδοχή των κυρίαρχων σήμερα προτύπων ερωτικής ζωής σε μια μεγαλούπολη. Ανάμεσά τους βρίσκουμε και την εκρηκτική Σαμάνθα, μια ιδιαίτερα γοητευτική σαραντάρα η οποία, βλέποντας τα ερωτικά βάσανα των φιλενάδων της, αποφασίζει να ζήσει ελεύθερα, χωρίς δηλαδή τους προτεσταντικούς ηθικούς περιορισμούς και τις υποκριτικές συναισθηματικές δεσμεύσεις, την αχαλίνωτη επιθυμία της για σεξ.
Το ότι μια σύγχρονη γυναίκα -και όχι απαραίτητα με τις εντυπωσιακές σωματικές προδιαγραφές της Σαμάνθας- μπορεί να έχει κάλλιστα πολλές τυχαίες και εφήμερες ερωτικές σχέσεις επειδή επιθυμεί διακαώς να βιώνει σεξουαλικές επαφές χωρίς έρωτα (ή τουλάχιστον χωρίς τις γνώριμες συναισθηματικές «επιπλοκές» του), είναι ένα πρόβλημα που από καιρό απασχολεί τους ειδικούς (ψυχολόγους, σεξολόγους και κοινωνιολόγους), και κάθε άλλο παρά λυμένο θα πρέπει να θεωρείται σήμερα. Πράγματι, τα τυχαία και εφήμερα ερωτικά ζευγαρώματα -ό,τι οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν «one night stand»- αποτελούν τα τελευταία χρόνια το βασικό θέμα όχι μόνο βιβλίων, κινηματογραφικών ταινιών ή τηλεοπτικών σειρών αλλά και αντικείμενο συστηματικών επιστημονικών ερευνών.
Μια πρώτη συστηματική διερεύνηση αυτού του φαινομένου πραγματοποιήθηκε το 1989. Από αυτήν προέκυψε ότι όταν ένα άγνωστο αλλά γοητευτικό άτομο του άλλου φύλου φλερτάρει κάποιον ή κάποια από ένα αρκετά μεγάλο δείγμα εθελοντών, το 75% των ανδρών αντιδρά θετικά στο ερωτικό παιχνίδι ενώ η μεγάλη πλειονότητα των γυναικών αντιδρά σαφώς αρνητικά και αποτρεπτικά. Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει από τότε, όμως τα κοινωνικά στερεότυπα σχετικά με τη σεξουαλική συμπεριφορά καλά κρατούν (π.χ. του άντρα ως ερωτομανή δον Ζουάν ή της γυναίκας με πλούσια ερωτική ζωή ως «ελευθέρων ηθών»). Ωστόσο είναι βέβαιο ότι οι περισσότερες γυναίκες σήμερα αποδέχονται με πολύ μεγαλύτερη ευκολία τη μέχρι χθες καταπιεσμένη επιθυμία τους για εφήμερα ερωτικά ζευγαρώματα, για σεξ χωρίς συναισθηματικές επιπλοκές. Και αυτή η αναζήτηση της ερωτικής ηδονής έξω από τις μόνιμες σχέσεις μπορεί να εξηγηθεί είτε με το ότι βρίσκουν πλέον βαρετή τη «συζυγική» ερωτική τους ζωή, είτε, όπως συμβαίνει συχνά, για να εκδικηθούν τις απιστίες του μόνιμου συντρόφου τους.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη, κατά τη γνώμη μας πιο ενδιαφέρουσα, κατηγορία γυναικών που διεκδικεί πλέον απροκάλυπτα το δικαίωμά της να ικανοποιεί «απλώς» τις σεξουαλικές ανάγκες της έξω και πέρα από μια αποκλειστική ερωτική σχέση. Το ακανθώδες ερώτημα που προκύπτει από αυτή την τελευταία, και πιο καινοφανή, γυναικεία προσέγγιση της ερωτικής ζωής είναι το εξής: μπορεί όντως να υπάρξει ουσιαστική σεξουαλική επαφή χωρίς συναίσθημα;
Η ασύλληπτη ευελιξία του σεξ
Το παραπάνω ερώτημα συνδέεται με ένα πρόβλημα που απασχολεί από καιρό ανθρωπολόγους και εξελικτικούς ψυχολόγους: οι άνθρωποι έχουν μια φυσική, δηλαδή βιολογική, προδιάθεση για μονογαμικές ή για πολυγαμικές σχέσεις; Αν είμαστε γενετικά προγραμματισμένοι να αναπαράγουμε μόνο τα γονίδιά μας, τότε η περίπλοκη ερωτική μας συμπεριφορά δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα πανούργο «τέχνασμα» που επιλέχθηκε στην πορεία της εξέλιξης επειδή ακριβώς ικανοποιεί το θεμελιώδες ένστικτό μας για αναπαραγωγή. Ακόμη όμως κι αν έχουν έτσι τα πράγματα, όλα τα πρωτεύοντα θηλαστικά επιδεικνύουν μια εκπληκτική ποικιλομορφία στην εκδήλωση και στη ρύθμιση των σεξουαλικών τους συμπεριφορών.
Για παράδειγμα, τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά πρωτεύοντα θηλαστικά είναι ως επί το πλείστον πολυγαμικά και μόνο περιστασιακά υιοθετούν μια μονογαμική συμπεριφορά (γίββωνες, ουραγκοτάγκοι και χιμπατζήδες). Από όλα τα πρωτεύοντα, μόνο οι μπονόμπο (πυγμαίοι χιμπατζήδες του Κονγκό) και οι άθρωποι κάνουν σεξ αντικριστά και κατά την ερωτική πράξη ανταλλάσσουν παθιασμένα φιλιά με διείσδυση της γλώσσας. Η ερωτική ζωή των πρώτων ανθρώπων που εμφανίστηκαν στην Αφρική πριν από 6,5 -7 εκατομμύρια χρόνια δεν διέφερε σχεδόν σε τίποτα από αυτή των σημερινών μπονόμπο. Εκτοτε, όλες οι μεγάλες εξελικτικές αλλαγές στην ανατομία και τη συμπεριφορά του ανθρώπινου γένους συνοδεύονται πάντα από σημαντικές μεταβολές της ερωτικής του συμπεριφοράς. Η σταδιακή πολυπλοκοποίηση της κοινωνικής και ειδικότερα της σεξουαλικής μας συμπεριφοράς -στο φλερτάρισμα, στη συνουσιακή πράξη και στην ανατροφή των παιδιών- αντιστοιχεί στην ανάπτυξη και στη διαφοροποίηση ειδικών μηχανισμών του εγκεφάλου.
Και η εμφανής σήμερα διαφοροποίηση της ερωτικής συμπεριφοράς των δύο φύλων αποτυπώνεται στις αντίστοιχες εξελικτικές μεταβολές της εγκεφαλικής οργάνωσης των ανδρών και των γυναικών. Ετσι, ενώ για τη γυναίκα προέχει η ερωτική γοητεία που ασκεί πάνω της η συνολική παρουσία και η ερωτική προσέγγιση του άντρα, για τους άντρες πρωτεύοντα ρόλο παίζουν τα εξωτερικά οπτικά ερεθίσματα (εξωτερική εμφάνιση, σωστές σωματικές αναλογίες). Πράγματι, όπως υποδεικνύουν αρκετές πρόσφατες μελέτες, οι νευρωνικοί μηχανισμοί της ερωτικής έλξης, της γοητείας και κυρίως της σεξουαλικής διέγερσης είναι όντως διαφορετικοί στον εγκέφαλο των ανδρών και των γυναικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι διαφορές στα νευρορρυθμιστικά μόρια που πυροδοτούν την ερωτική διάθεση, όπως π.χ. η έκκριση της ορμόνης τεστοστερόνη, που σχετίζεται στενά με τη λίμπιντο, αλλά και της οξυτοκίνης στις γυναίκες και της αργινίνης-βασοπρεσσίνης στους άνδρες. Σημαντικές όμως είναι και οι διαφορές στα εγκεφαλικά «κέντρα του σεξ», δηλαδή τις εγκεφαλικές δομές που εμπλέκονται άμεσα στην εκδήλωση ορισμένων ερωτικών αισθημάτων: ο επικλινής πυρήνας των γυναικών είναι πλούσιος σε υποδοχείς οξυτοκίνης και η κοιλιακή ωχρά σφαίρα στους άνδρες έχει περισσότερους υποδοχείς αργινίνης.
Ο αποκλεισμός ή το μπλοκάρισμα της ικανότητας δέσμευσης αυτών των υποδοχέων από τα αντίστοιχα ρυθμιστικά μόρια εμποδίζει το ερωτικό ζευγάρωμα και εξαλείφει κάθε ερωτική εκδήλωση. Βέβαια, τέτοιες αναγωγιστικές και αυστηρά εντοπιστικές ερμηνείες της ερωτικής συμπεριφοράς δεν αποτελούν καθόλου την οριστική εξήγηση του ανθρώπινου ερωτισμού. Υποδεικνύουν ωστόσο σαφώς μια σαφέστατη αλληλεξάρτηση των υποτιθέμενων αμιγώς πολιτισμικών ή έστω ψυχοκοινωνικών φαινομένων ερωτικής συμπεριφοράς από εγγενείς βιολογικούς παράγοντες (π.χ. από ρυθμιστικά γονίδια και κυρίως από ορισμένες εγκεφαλικές δομές και λειτουργίες). Βιολογικοί παράγοντες που, ενώ συνήθως δεν επικαθορίζουν τα ερωτικά φαινόμενα, είναι βέβαιο ότι οριοθετούν τους ρόλους και τις ελευθερίες τους.
Ενα τέτοιο αποφασιστικό βιοπολιτισμικό βήμα έγινε πριν από περίπου 200 χιλιάδες χρόνια όταν οι πρώτοι Homo Sapiens συνειδητοποίησαν ότι «η τεκνοποίηση είναι συνέπεια της ερωτικής πράξης και ότι και οι δύο σύντροφοι συμμετέχουν σε αυτή. Από εκείνη τη στιγμή, ενισχύεται η θέση του αρσενικού στην κοινωνική οργάνωση, στην εξουσία πάνω στα παιδιά και στις σχέσεις με το περιβάλλον», όπως γράφει ο Jacques Attali στο βιβλίο του «Η ιστορία του έρωτα» (εκδ. Μεταίχμιο). Οι άνθρωποι ήταν αρχικά πολυγαμικοί, κατόπιν ασκούσαν εναλλακτικά την πολυανδρία (μία γυναίκα για πολλούς άνδρες) ή την πολυγυνία (ένας άντρας με πολλές γυναίκες) ανάλογα με τις βιοκοινωνικές ή και οικολογικές συνθήκες. Τέλος, η επικράτηση του σεξοφοβικού χριστιανισμού θα επιβάλει στις χώρες της Δύσης την απόλυτη μονογαμία: για πρώτη φορά η ελεύθερη άσκηση του σεξ θα θεωρηθεί αμάρτημα, ενώ μέχρι τότε αμάρτημα ήταν μόνο η αγαμία. Αργότερα, πάνω στις χριστιανικές μονογαμικές σχέσεις θα συγκροτηθεί και το νέο καπιταλιστικό μοντέλο οικογένειας: αυτό της «πυρηνικής οικογένειας» που κυριαρχεί μέχρι σήμερα παρά τα σοβαρά προβλήματα που πλέον αντιμετωπίζει.
Ολα σε μια νύχτα;
Αραγε, πώς συνδέονται όλες αυτές οι ετερόκλητες και αποσπασματικές πληροφορίες με την πρόσφατη ερωτική «ελευθεριότητα» που εκφράζουν λεκτικά ή εκδηλώνουν στην πράξη αρκετές γυναίκες; Με όσα γνωρίζουμε σήμερα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να καθορίσουμε ή να διακρίνουμε σαφώς τις βιολογικές από τις κοινωνικές-πολιτισμικές παραμέτρους που εμπλέκονται στην εκδήλωση τέτοιων συμπεριφορών.
Κάτι ωστόσο φαίνεται να έχει αλλάξει πρόσφατα στις εκδηλώσεις του γυναικείου ερωτισμού ή έστω στον τρόπο που κατανοούμε τη θηλυκή ερωτική συμπεριφορά. Για παράδειγμα, οι περισσότερες γυναίκες αναζητούν σε μια μόνιμη σχέση συντρόφους που τους εμπνέουν εμπιστοσύνη και σιγουριά ενώ τα κριτήριά τους είναι λιγότερο αυστηρά όταν πρόκειται για εφήμερες ερωτικές περιπέτειες. Στη δεύτερη περίπτωση επιλέγουν με τυπικά ανδρικά κριτήρια: όντας οικονομικά ανεξάρτητες και κοινωνικά χειραφετημένες μπορούν να επιλέγουν άνδρες «για μια νύχτα» με αποκλειστικά εξωτερικά κριτήρια.
Αν όμως αυτά τα «νέα» πρότυπα απενοχοποιημένης έκφρασης της θηλυκής σεξουαλικότητας είχαν πλέον επικρατήσει, όπως συχνά προβάλλεται από τα ΜΜΕ, τότε αυτό θα έπρεπε να τεκμηριώνεται και από τις σχετικές εμπειρικές και στατιστικές μελέτες.
Μια τέτοια εκτενής έρευνα πραγματοποιήθηκε πρόσφατα χάρη στην Anne Campbell, στο Πανεπιστήμιο Durham, και δημοσιεύτηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό «Human Nature». Σύμφωνα με αυτή την έρευνα, οι περισσότερες γυναίκες ικανοποιούνται λιγότερο απ’ ό,τι οι άνδρες από τις τυχαίες και επιφανειακές ερωτικές επαφές με αγνώστους. Μια περιστασιακή ερωτική εμπειρία κρίνεται θετική από το 85% των ανδρών, ενώ μόνο το 54% των γυναικών τη βρίσκει δελεαστική. Επιπλέον, όπως πάντα, οι περισσότεροι άντρες μιλούν με πολύ μεγαλύτερη άνεση και αυτοπεποίθηση για τις εφήμερες ερωτικές τους εμπειρίες, ενώ σπανιότερα αποκαλύπτουν σε φίλους τα προβλήματα που έχουν με τις μόνιμες ερωτικές τους σχέσεις. Από ό,τι φαίνεται, λοιπόν, αυτή η έρευνα επιβεβαιώνει την κοινή αντίληψη ότι για τις περισσότερες γυναίκες οι πρόσκαιρες ερωτικές περιπέτειες εξακολουθούν να αποτελούν πηγή άγχους και ενοχικών συνδρόμων. Ισως εν τέλει για τις περισσότερες γυναίκες να είναι πιο δύσκολο απ’ ό,τι για τους άνδρες να ξεχωρίσουν το σεξ από τα ερωτικά συναισθήματα. Ερωτική συμπεριφορά φαινομενικά «συντηρητική» που σχετίζεται προφανώς με τους νευροβιολογικούς μηχανισμούς που εγγυώνται τη μητρότητα και διασφαλίζουν την προστασία των μικρών. Εξάλλου, μολονότι είναι βέβαιο ότι η σύγχρονη γυναίκα έχει τη δυνατότητα να δοκιμάζει, όταν το επιθυμεί, ερωτικές απολαύσεις φαστ φουντ, δεν είναι εξίσου βέβαιο ότι τέτοιες εφήμερες επαφές θα αποδειχτούν τελικά και ικανοποιητικές.
Ελευθεροτυπία
Speak your mind
Leave a Reply